- συντράπεζος
- -ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Αομοτράπεζοςαρχ.φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» — συζώ με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι-τράπεζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντράπεζος — messmate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντράπεζον — συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντραπέζοις — συντράπεζος messmate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντράπεζοι — συντράπεζος messmate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντράπεζον — συντράπεζον , συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζον , συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek